Δευτέρα 6 Φεβρουαρίου 2012

Μνημόνιο – Δούλοι του φόβου και της ελπίδας…


 
Γράφει ο Χρήστος Μητσάκης
Δρ. Ψυχολογίας


Ο Λουκιανός (125-180 μ.Χ.) στο σύγγραμμά του «Βίος Δημώνακτος» μάς πληροφορεί πως ο εκ Κύπρου κυνικός φιλόσοφος Δημώναξ, στην αναζήτησή του για τό τι είναι ελευθερία και ποιός είναι πραγματικά ο ελεύθερος άνθρωπος, κατέληξε στο συμπέρασμα πως ελεύθερος είναι εκείνος που ούτε ελπίζει τίποτα, ούτε φοβάται («Ἀλλ’ ἐκεῖνον νομίζω [ἐλεύθερον] τὸν μήτε ἐλπίζοντά τι μήτε δεδιότα.»)
Είχε φαίνεται εντοπίσει ο Δημώναξ έναν από τους πιό αποτελεσματικούς μηχανισμούς ελέγχου και χειραγώγησης της ανθρώπινης συμπεριφοράς, είτε όταν αυτή εκδηλώνεται ατομικά, είτε όταν αυτή εκδηλώνεται στα πλαίσια μιάς ομάδας ή της μάζας. Ο μηχανισμός αυτός, ο βασιζόμενος στην παράλληλη χρήση του φόβου και της ελπίδας, υπήρχε φυσικά πολύ πριν τον Δημώνακτα και τον Λουκιανό, που έζησαν στα μέσα του 2ου μ.Χ. αιώνα, ενώ εξακολουθεί να χρησιμοποιείται ακόμη και σήμερα, εξασφαλίζοντας σε αυτούς που τόν χειρίζονται, πως η συμπεριφορά εκείνων επάνω στους οποίους εφαρμόζεται, θα κινηθεί προς την επιθυμητή κατεύθυνση και θα αποφέρει τα προσδοκώμενα οφέλη.
Πιό συγκεκριμένα, τα ιερατεία όλων των θρησκειών χρησιμοποιούν αριστοτεχνικά τον μηχανισμό αυτό για να ελέγχουν τους πιστούς τους. Ο φόβος του θανάτου και αυτός της μετά θάνατον τιμωρίας ή μη λύτρωσης αντιπαραβάλλονται συστηματικά με την ελπίδα της μετά θάνατον ζωής, της σωτηρίας και της πλουσιοπάροχης ανταμοιβής (πάντοτε και μόνον μετά θάνατον…), υπό την αυστηρή προϋπόθεση ότι ο πιστός θα αποδεχτεί πλήρως τα δόγματα της θρησκείας, θα συμμορφωθεί στους κανόνες της, θα υιοθετήσει το καθορισμένο πρότυπο συμπεριφοράς που αυτή απαιτεί και θα υπακούσει στις εντολές του ιερατείου.
Και είναι τόσο αποτελεσματικός και ευέλικτος ο μηχανισμός αυτός, ώστε χρησιμοποιείται ευρέως από την διαφήμιση και το μάρκετινγκ, ακόμη και σε ανεπτυγμένες κοινωνίες, όπου η πλειοψηφία του πληθυσμού είναι εγγράμματοι, προκειμένου να προωθηθούν προϊόντα και υπηρεσίες και να επηρεαστεί η συμπεριφορά των καταναλωτών. Κίνδυνοι ανύπαρκτοι ή κίνδυνοι άλλοτε λιγότερο κι άλλοτε περισσότερο υπαρκτοί (π.χ. ατύχημα, ασθένεια, γηρατειά, μόλυνση, κοινωνική απόρριψη λόγω εμφάνισης) προβάλλονται, συνήθως μεγενθυνόμενοι, ώστε να προκληθεί το συναίσθημα του φόβου στους υποψήφιους καταναλωτές. Ταυτόχρονα παρέχεται σε αυτούς η ελπίδα πως η συστηματική αγορά και χρήση ενός προϊόντος (π.χ. φάρμακο, τρόφιμο, καλλυντικό, απολυμαντικό) ή μιάς υπηρεσίας (π.χ. ασφάλεια ζωής ή υγείας, συνδρομή σε γυμναστήριο ή σε πρόγραμμα διατροφής) μπορεί να μειώσει ή και να εξαλείψει τον αντίστοιχο κίνδυνο, εξασφαλίζοντας υγεία, μακροζωία, νειάτα, ομορφιά και δημοφιλία.
Η πιό αποτελεσματική όμως χρήση του μηχανισμού αυτού και ταυτόχρονα η λιγότερο έντιμη αλλά και η πλέον επικερδής, γίνεται στον χώρο της πολιτικής ή ακριβέστερα στον χώρο νομής της εξουσίας. Προκειμένου πολιτικο-οικονομικά ιερατεία και κόμματα να κατακτήσουν ή να διατηρήσουν την εξουσία, εξασφαλίζοντας ταυτόχρονα την δημοκρατική τους νομιμοποίηση, απαραίτητη για να περιοριστούν και να ελεγχθούν οι αντιδράσεις στις επιδιώξεις και στις ενέργειές τους, το εκλογικό σώμα τίθεται ενώπιον διλημμάτων και επιλογών, που φορτίζονται εντέχνως με τα συναισθήματα του φόβου και της ελπίδας. Έτσι η χειραγώγηση των εκλογέων καθίσταται ευκολότερη, αφού οι περισσότεροι υποπίπτουν στην παγίδα και προσεγγίζουν τα πολιτικά ζητήματα, όχι με την λογική, αλλά με το συναίσθημα, γεγονός που διευκολύνει τον σχηματισμό μιάς εκλογικής μάζας, αγόμενης και φερόμενης πιά από τον φόβο και την ελπίδα.
«Καραμανλής ή τα τανκς», «Σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα», «Αλλάζουμε ή βουλιάζουμε» δεν είναι παρά ένα μικρό και πρόχειρο δείγμα συναισθηματικά φορτισμένων επιλογών, ενώπιον των οποίων τα πολιτικο-οικονομικά κέντρα εξουσίας έχουν θέσει τα τελευταία χρόνια τους Έλληνες, επιτυγχάνοντας, άλλοτε περισσότερο και άλλοτε λιγότερο, να κατευθύνουν και να ελέγξουν την πολιτική και εκλογική τους συμπεριφορά και να καθορίσουν όχι μόνον από ποιούς και πως θα ασκηθεί η εξουσία, αλλά το κυριότερο, ποιά και ποιών συμφέροντα θα εξυπηρετηθούν από αυτήν. Συμφέροντα τα οποία, φυσικά, δεν είναι άλλα από εκείνα των πολιτικο-οικονομικών ιερατείων και κέντρων εξουσίας, που έχουν την αναγκαία ισχύ για να χειρίζονται τον μηχανισμό αυτόν του φόβου και της ελπίδας στον χώρο της πολιτικής.
Η Ελλάδα της εποχής του Μνημονίου είναι ένα ακόμη παράδειγμα ελέγχου και χειραγώγησης των πολιτών – μετατροπής τους, δηλαδή, σε υπηκόους – μέσω του μηχανισμού αυτού. Εγκλωβισμένοι στα γρανάζια του, οι Έλληνες καλούνται να «συμφωνήσουν» σε δραστικές περικοπές των μισθών και των συντάξεών τους, απειλούμενοι ότι σε αντίθετη περίπτωση υπάρχει ο κίνδυνος να πάψουν να λαμβάνουν μισθούς και συντάξεις. Τούς παρουσιάζεται η υποβάθμιση των παρεχομένων υπηρεσιών υγείας και πρόνοιας ως η μοναδική λύση αποφυγής μίας ταχέως επερχόμενης πλήρους κατάρρευσης του κοινωνικού κράτους (του όποιου κοινωνικού κράτους υπήρξε τέλος πάντων…). Τούς ζητείται να «αποδεχτούν» να γίνουν φτωχότεροι και να ζήσουν με λιγότερα, γιατί αλλιώς η χώρα θα χρεωκοπήσει και θα εξαναγκαστεί να επιστρέψει στην δραχμή. Απαιτείται από αυτούς να «συναινέσουν» στην απώλεια μέρους της εθνικής κυριαρχίας της πατρίδας τους, ώστε να μην αποβληθεί η Ελλάδα από το ευρώ και τον σκληρό πυρήνα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στον οποίο υποτίθεται η χώρα συμμετέχει ισοτίμως.
Με άλλα λόγια, οι Έλληνες εκβιάζονται να συγκατανεύσουν σε μιά μακροπρόθεσμη και προς το χειρότερο ριζική αλλαγή του τρόπου ζωής τους, όχι μόνον μέσω της συρρίκνωσης του εισοδήματος τους και της υποβάθμισης των παρεχομένων σε αυτούς από το κράτος υπηρεσιών υγείας, πρόνοιας και εκπαίδευσης, αλλά και μέσω της περιστολής των πολιτικών και κοινωνικών τους δικαιωμάτων ακόμη και αρχών του Ελληνικού Συντάγματος.
Εύκολα, βέβαια, γίνεται αντιληπτό πως υπάρχει μιά κρίσιμη και ουσιώδης διαφορά σε ό,τι αφορά την χρήση του μηχανισμού αυτού στην Ελλάδα του Μνημονίου. Η διαφορά δεν είναι άλλη από το γεγονός πως ενώ, όπως πάντοτε, οι χειριστές του διεγείρουν και συντηρούν το συναίσθημα του φόβου, στην περίπτωση αυτή, λόγω αλαζονείας, θράσους, υπερεκτίμησης των δυνάμεών τους ή υποτίμησης του λαού, δεν παρέχουν ελπίδα. Ή ακριβέστερα, η ελπίδα που παρέχουν έχει την μορφή της αποφυγής ενός μείζονος κακού (πραγματικού ή φανταστικού), υπό την αυστηρή προϋπόθεση της αποδοχής ενός άλλου κακού, το οποίο τό παρουσιάζουν ως μικρότερο και λιγότερο επώδυνο, χαρακτηρίζοντας ταυτόχρονα οποιαδήποτε άλλη επιλογή ως μη εφικτή και καταστροφική, χωρίς τίποτα από τά παραπάνω να είναι κατ’ ανάγκη αλήθεια.
Εγκλωβίζοντας όμως τους ανθρώπους με τον φόβο, ώστε να είναι ευκολότερα χειραγωγήσιμοι και ελεγχόμενοι, μηδενίζοντας τις επιλογές τους, αγνοώντας τους, επιβάλλοντάς τους εκβιαστικά να δεχθούν αποφάσεις άλλων (και μάλιστα ξένων…) με τίς οποίες διαφωνούν, αναγκάζοντάς τους να ζήσουν μιάν άλλη ζωή από αυτή που θέλουν, σε ένα κράτος που ούτε ελέγχουν ούτε διαμορφώνουν και μετατρέποντάς τους από πολίτες σε υπηκόους, δεν εξασφαλίζει, ούτε πάντοτε ούτε και γιά πάντα, πως η χρήση του φόβου και της ελπίδας θα είναι αποτελεσματική. Γιατί, παρ’ όλη την αποδεδειγμένα επιτυχημένη του χρήση επί χιλιετίες, έχει και ο μηχανισμός αυτός τα όριά του. Όρια που καθορίζονται όχι μόνον από τις ικανότητες και την δύναμη των χειριστών του, αλλά και από τις αντοχές αυτών επάνω στους οποίους εφαρμόζεται. Στην προκειμένη περίπτωση, δηλαδή, των Ελλήνων.
Και είναι όταν οι ΄Ελληνες θα έχουν χάσει τόσα πολλά, ώστε, ούτε να αντέχουν, αλλά ούτε και να φοβούνται, οποιαδήποτε περαιτέρω απώλεια, ενώ ταυτόχρονα η προσφερόμενη σε αυτούς ελπίδα θα είναι τόσο μικρή, τόσο μακρυνή και τόσο αβέβαιη, που μοιραία και αναπόφευκτα ο μηχανισμός αυτός, έχοντας εξαντλήσει τα όρια της ισχύος του, θα καταρρεύσει. Και τότε, όσοι έχουν εγκλωβιστεί στα γρανάζιά του θα αποδεσμευτούν, γιατί ούτε ο φόβος θα είναι τόσο μεγάλος για να τούς κρατά υποταγμένους, ούτε και η ελπίδα τόσο ελκυστική για να χειραγωγούνται αγόμενοι και φερόμενοι, αναμένοντάς την υποσχόμενη αλλά αβέβαιη υλοποίησή της.
Δυστυχώς, καθώς ο μηχανισμός αυτός είναι βασισμένος επάνω στην χρήση του συναισθήματος, έτσι και η αντίδραση αυτών που τόν υφίστανται, όταν πλέον απεγκλωβιστούν, δεν θα καθοδηγηθεί από την λογική, παρά θα είναι και αυτή συναισθηματική. Και θα είναι τόσο ακραία και τόσο εκρηκτική η αντίδρασή τους, όσο στυγνότερος ο εκβιασμός που δέχτηκαν, όσο πιό ασφυκτική η χειραγώγησή τους και όσο μεγαλύτερες οι απώλειες και οι ζημίες που υπέστησαν. Και είναι πολύ πιθανό και ίσως αναπόφευκτο να συμβούν τότε ταραχές, συγκρούσεις, καταστροφές, εμπρησμοί, λεηλασίες, προπηλακισμοί, τραυματισμοί, ακόμη και δολοφονίες, αποδιοργανώνοντας την καθημερινότητά μας, διαλύοντας ό,τι έχει απομείνει από τον κοινωνικό ιστό της χώρας και επιτείνοντας ακόμη περισσότερο την οικονομική κρίση.
Η μεγαλύτερη όμως καταστροφή θα επέλθει στις σχέσεις των Ελλήνων με το σύνολο των πολιτειακών και πολιτικών θεσμών του Ελλαδικού κράτους και των αιρετών ή μη προσώπων, που καταλαμβάνουν τα υψηλότερα αξιώματα σε αυτό. Καθώς η Ελλάδα μετατρέπεται βαθμιαία και χωρίς την λαϊκή εντολή και συναίνεση σε κράτος όπου οι πολίτες της έχουν ολοένα περισσότερες και βαρύτερες υποχρεώσεις, αλλά συνεχώς λιγότερα και ασθενέστερα δικαιώματα, οι σχέσεις αμοιβαιότητας κράτους-πολιτών, απαραίτητες για να στηριχτεί και να λειτουργήσει το πολίτευμα της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, γίνονται με ταχύ ρυθμό ετεροβαρείς. Και όταν πλέον οι πολίτες νοιώσουν, πως δίνουν ή απαιτείται να δώσουν στο κράτος πολλά περισσότερα από όσα λαμβάνουν από αυτό, τότε θα άρουν την εμπιστοσύνη τους πρώτα και την υποστήριξή τους έπειτα στους θεσμούς του Ελλαδικού κράτους και ενδεχομένως προς αυτό το ίδιο το πολίτευμα. Και είναι πολύ πιθανό να στραφούν με βίαιο τρόπο εναντίον όχι μόνον των προσώπων που κατέχουν πολιτειακές και πολιτικές θέσεις, αλλά και αυτών ακόμη των θεσμικών οργάνων του κράτους, κάνοντας την ρήξη τους με αυτό πλήρη. Έτσι, η οικονομική κρίση θα καταστεί κρίση πολιτική και πιθανότατα κρίση ύπαρξης αυτής της ίδιας της Ελληνικής Δημοκρατίας.
Υπάρχει ακόμη καιρός, ίσως όχι πολύς, όχι μόνον για να αποφευχθούν τα ανωτέρω ενδεχόμενα, αλλά και απεγκλωβισμένοι οι ΄Ελληνες από τον μηχανισμό αυτό της ύπνωσης, της καταστολής και της υποδούλωσης και προσεγγίζοντας τα προβλήματα της χώρας με την λογική και με κριτήρια το εθνικό συμφέρον και την κοινωνική δικαιοσύνη, να εργαστούν για να επιτύχουν την οικονομική ανάκαμψη, για να εξασφαλίσουν την ευημερία του λαού, για να ενισχύσουν την κοινωνική συνοχή και για να αποκαταστήσουν το δημοκρατικό πολίτευμα.
Η ευθύνη για αυτό βαρύνει πρωτίστως τους εμπνευστές και τους χειριστές του μηχανισμού αυτού και εκείνους που κυβερνούν, έχοντας επιλέξει την πολιτική του Μνημονίου και τήν εφαρμόζουν φοβίζοντας και χειραγωγώντας. Είναι αυτοί άλλωστε που την δεδομένη χρονική συγκυρία έχουν την πολιτική δύναμη και μπορούν να αναλάβουν τις ανάλογες πρωτοβουλίες για να απεγκλωβιστεί ειρηνικά ο λαός από τον επικίνδυνο για όλους και για την χώρα μηχανισμό αυτό του φόβου και της ελπίδας. Εκτός φυσικά και αν είναι στόχος τους μιά βίαιη εξέγερση των μαζών, που αυτοί οι ίδιοι μεθοδικά διαμόρφωσαν, για να προχωρήσουν έτσι στο πιθανό επόμενο στάδιο του σχεδιασμού τους, που δεν θα αφορά πιά την οικονομία της Ελλάδας και μόνον, αλλά την μορφή, τον χαρακτήρα, την οργάνωση και ίσως και την έκταση ακόμη της επικράτειας της Ελληνικής «Δημοκρατίας».
Την μεγαλύτερη όμως ευθύνη τήν έχουν οι Έλληνες πολίτες, όλοι μαζί συλλογικά και ο καθένας τους μόνος, έστω και αν πιστεύουν και αισθάνονται το αντίθετο.
Γιατί αφέθηκαν να εγκλωβιστούν από άγνοια, απερισκεψία, αδιαφορία, ωχαδερφισμό ή αφέλεια στην μέγγενη του φόβου και της ελπίδας.
Γιατί οι αντιδράσεις τους, ακόμη και τώρα που σιγά-σιγά συνειδητοποιούν το μέγεθος της καταστροφής, συνεχίζουν να είναι συναισθηματικές (π.χ. «αγανακτισμένοι») και άρα απολύτως διαχειρίσιμες από τα πολιτικο-οικονομικά ιερατεία, που εξακολουθούν, σχεδόν δίχως δικές τους απώλειες, την εφαρμογή του Μνημονίου και του ευρύτερου σχεδίου τους για την Ελλάδα.
Γιατί είναι αυτοί που με την ψήφο τους ανέδειξαν τις τελευταίες δεκαετίες όχι τους ικανούς, εργατικούς και έντιμους να κυβερνήσουν την χώρα, αλλά επιτήδειους, αετονύχηδες, ραδιούργους, δολοπλόκους ή τυχάρπαστους, επιτρέποντας τον σταδιακό εκφυλισμό του πολιτεύματος και αφήνοντας ατιμώρητες την ανικανότητα, την διαφθορά και την ασυδοσία αιρετών και μη κρατικών αξιωματούχων και λειτουργών, οδηγώντας, ανάμεσα στα άλλα, την χώρα στον οικονομικό μαρασμό, που υπήρξε και η αφορμή για το Μνημόνιο.
Γιατί προέκριναν και σε μεγάλο βαθμό συνεχίζουν να τό κάνουν, το ατόμικό τους συμφέρον έναντι του συλλογικού και του εθνικού.
Στα πολιτικά προβλήματα, όπως τέτοιο είναι το και Μνημόνιο και ο εγκλωβισμός των Ελλήνων σε έναν εκβιαστικό μηχανισμό φόβου και λειψής ελπίδας, προκειμένου το Μνημόνιο να υλοποιηθεί, η λύση δεν μπορεί να είναι παρά πολιτική. Και εξ’ ορισμού αυτό σημαίνει ότι πρέπει να είναι συλλογική.
Η οποιαδήποτε μορφή όμως συλλογικής δράσης για να είναι αποτελεσματική, πρέπει να είναι προϊόν πολιτικής σκέψης, η οποία με την σειρά της πρέπει να καθοδηγείται από σαφή ιδεολογία. Στην προκειμένη περίπτωση η ιδεολογία αυτή δεν μπορεί παρά να εμπνέεται από το εθνικό συμφέρον, την ευημερία και ευζωία του Ελληνικού λαού και την πίστη και την προσήλωση στο δημοκρατικό πολίτευμα.
Η εξ’ αυτής της ιδεολογίας εκπορευόμενη πολιτική σκέψη οφείλει, αφού διαγνώσει προβλήματα και αδυναμίες, να χαράξει στρατηγικές, να θέσει στόχους, να κινητοποιήσει τον λαό, να προετοιμάσει τα αναγκαία μέσα και να κατευθύνει την απαιτούμενη συλλογική δράση, προκειμένου να επιτευχθούν οι στόχοι αυτοί. Στόχοι που γενικώς θα μπορούσαν να συνοψιστούν στην οικονομική ανάκαμψη μέσω της αύξησης του παραγόμενου πλούτου της χώρας, στην δίκαιη κατανομή του πλούτου αυτού βάσει της προσφοράς και των αναγκών του καθενός, στην ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής, στην εξασφάλιση της ισοτιμίας και της ισονομίας των πολιτών, στην αποκατάσταση και προστασία του δημοκρατικού πολιτεύματος και στην αποκατάσταση της ανεξαρτησίας της χώρας και της αξιοπρέπειάς της.
Η όλη αυτή προσπάθεια, για να είναι αποτελεσματική, οφείλει όχι μόνον να εμπνέεται από φιλοπατρία και δημοκρατικά ιδεώδη και να είναι προϊόν πολιτικής σκέψης, συλλογική, διαρκής και επίμονη, αλλά οφείλει και να είναι απαλλαγμένη και από τον φόβο και από την ελπίδα, για να αποφευχθεί η εκ νέου παγίδευση των Ελλήνων σε κάποιον άλλον παρόμοιο μηχανισμό και να αποτραπεί η εκμετάλλευση του αγώνα τους και ο εκφυλισμός του.
Πρέπει να είναι προσπάθεια ελευθέρων στην ψυχή και τον νου ανθρώπων, ανθρώπων που δεν θα είναι δούλοι ούτε του φόβου, αλλά ούτε και της ελπίδας, ανθρώπων που θα αγωνίζονται ενωμένοι για να κατακτήσουν την κοινωνική, πολιτική, οικονομική και εθνική τους ελευθερία.
Χρήστος Μητσάκης
Δρ. Ψυχολογίας
mitsakis_christos@hotmail.com
Σύντομο βιογραφικό του συγγραφέα:
Ο Χρήστος Μητσάκης είναι ψυχολόγος. Έχει σπουδάσει ψυχολογία (πτυχίο, μεταπτυχιακό και διδακτορικό) στην Μ. Βρετανία, ενώ έχει κάνει και σπουδές δημοσιογραφίας στην Ελλάδα. Είναι μέλος της Βρετανικής Ψυχολογικής Εταιρείας.
Σημείωση πνευματικών δικαιωμάτων:
Το κείμενο αυτό γράφτηκε για να δημοσιευτεί στον ιστοχώρο «Ελληνικό Ημερολόγιο» http://eistorias.wordpress.com/ Επιτρέπεται η δωρεάν αναδημοσίευση όλου ή μέρους του κειμένου, με τον αυστηρό όρο να αναφέρεται ο συγγραφέας και η πηγή.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου