Σάββατο 10 Σεπτεμβρίου 2011

Γιατί η χρεοκοπία ΔΕΝ είναι αναπόφευκτη



 
Κατά την παρουσίαση του πρώτου οικονομικού προγράμματος της ΝΔ («Ζάππειο 1»), ο Αντώνης Σαμαράς είχε δομήσει την εξαιρετική του παρουσίαση πάνω στο θεμελιώδη συλλογισμό του διαχωρισμού του ελλείμματος σε διαρθρωτικό και κυκλικό. Και είχε αποδείξει, με έναν συλλογισμό που λοιδορήθηκε, χωρίς ποτέ να αντικρουστεί με επιχειρήματα, ότι ο μηδενισμός του ελλείμματος είναι εφικτός, χωρίς να ληφθούν νέα μέτρα, πέρα από όσα είχε λάβει τότε η κυβέρνηση Παπανδρέου με το Μνημόνιο 1.

Ο συλλογισμός είναι απλός: Τα μέτρα του Μνημονίου εξαφάνιζαν το διαρθρωτικό έλλειμμα και τα μέτρα Σαμαρά για την επανεκκίνηση της οικονομίας θα εξαφάνιζαν και το κυκλικό έλλειμμα.

Αν ο συλλογισμός και οι υπολογισμοί Σαμαρά στο Ζάππειο 1 είναι σωστοί – δεν έχουμε καμία ένδειξη ότι δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο, αντιθέτως – τότε ήδη με τα νέα μέτρα που έχουν ληφθεί μετά τον Ιούλιο του 2010 και έως σήμερα, έχουμε πιθανότατα διαρθρωτικό πλεόνασμα. Αυτό σημαίνει ότι το σύνολο του ελλείμματός μας είναι κυκλικό, οφείλεται δηλαδή στην ύφεση. Ίσως μάλιστα, το κυκλικό μας έλλειμμα να είναι μεγαλύτερο από το συνολικό μας έλλειμμα – εάν δηλαδή ευσταθεί η υπόθεση περί διαρθρωτικού πλεονάσματος.

Ας το πούμε με διαφορετικά λόγια: Είναι γενικώς αποδεκτό ότι οι στόχοι του Μνημονίου για το έλλειμμα και το χρέος του 2011 πέφτουν έξω εξαιτίας της ύφεσης. Η ύφεση, όχι μόνον στερεί τη δυνατότητα της οικονομίας να παράγει οικονομικό προϊόν, άρα και φόρους-έσοδα για τον κρατικό προϋπολογισμό, αλλά αυξάνει και τις δαπάνες του προϋπολογισμού, μέσω των περισσότερων επιδομάτων ανεργίας, αλλά και της αύξησης των επιχορηγήσεων των ασφαλιστικών ταμείων (περισσότεροι άνεργοι = λιγότερες ασφαλιστικές εισφορές). Παράλληλα, η μείωση του ΑΕΠ έχει ως αποτέλεσμα ότι μειώνεται ο παρανομαστής στη σχέση χρέους/ΑΕΠ και ελλείμματος/ΑΕΠ και, ως εκ τούτου, αυξάνονται τα ποσοστά χρέους και ελλείμματος επί του ΑΕΠ.

Είναι τα νούμερα τόσο άσχημα;

Πολλοί φίλοι αναγνώστες και σχολιαστές του antinews, αλλά και γενικότερα ο κόσμος, θέτουν το ερώτημα: Είναι δυνατόν να καταφέρει η οικονομία μας με χρέος ύψους 150-160% του ΑΕΠ ή και περισσότερο;

Καταρχάς, θα πρέπει να τονιστεί ότι το νούμερο αυτό από μόνο του δεν λέει τίποτα. Κανένας μεγάλος οργανισμός δεν αποπληρώνει ποτέ το χρέος του. Για σκεφθείτε π.χ. να ετίθετο το ερώτημα σε μια τράπεζα «να αποπληρώσει τα χρέη της». Αυτό θα σήμαινε ότι θα έπρεπε να επιστρέψει την άλλη στιγμή όλα τα χρήματα στους καταθέτες της, πράγμα που θα την οδηγούσε στην κατάρρευση. Τι συμβαίνει όμως και μπορεί μια τράπεζα να πληρώνει όσους καταθέτες της ζητήσουν τα χρήματά τους; Είναι απλό: άλλοι άνθρωποι φέρνουν νέες καταθέσεις, οι οποίες αναπληρώνουν αυτές που φεύγουν. Έτσι και στα κράτη, το χρέος δεν αποπληρώνεται, αλλά αναχρηματοδοτείται. Βασική προϋπόθεση, βέβαια, για να έρθει νέα χρηματοδότηση σε έναν χρηματοοικονομικό οργανισμό είναι η πεποίθηση ότι, ανά πάσα στιγμή, όποιος του ζητήσει τα λεφτά του, θα τα πάρει πίσω. Κάτι, όμως, που δεν είναι δυνατόν για κανέναν, αν ΟΛΟΙ οι χρηματοδότες ζητήσουν ταυτόχρονα τα χρήματά τους πίσω.

Στην περίπτωση της Ελλάδας τέθηκε το παραπλανητικό δίλημμα: «Μπορεί η Ελλάδα να αποπληρώσει το χρέος της;». Αυτό ακριβώς ήταν και ο πυρήνας της ρητορικής (εσκεμμένης ή όχι δεν έχει σημασία για το ζήτημα που εξετάζουμε), η οποία έφερε την κατάρρευση της πιστοληπτικής ικανότητας της Ελλάδας τον Απρίλιο του 2010.

Τι συμβαίνει λοιπόν; Μπορεί μια χώρα να αυξάνει κατά βούληση το χρέος της χωρίς να τρέχει τίποτα;

Όχι βέβαια. Ασχέτως από το ότι η αναχρηματοδότηση χρειάζεται πάντοτε δανεικά κεφάλαια, η χώρα θα πρέπει να πληρώνει τόκους για αυτήν από «δικά της» (όχι δανεικά) χρήματα, εάν θέλει το χρέος να είναι βιώσιμο. Το χρέος της χώρας είναι βιώσιμο, εάν το ποσό των τόκων που πληρώνει είναι σε «λογικό» επίπεδο για τα δεδομένα των δημοσίων εσόδων της.

Για παράδειγμα, εάν μια χώρα έχει χρέος 150% του ΑΕΠ και πληρώνει μέσο επιτόκιο 5% το χρόνο για το χρέος αυτό, εύκολα υπολογίζεται ότι θα πληρώνει 7,5% του ΑΕΠ της για τόκους. Εάν το μέσο επιτόκιο είναι 4%, τότε θα πληρώνει 6% του ΑΕΠ. Εάν πάλι το χρέος είναι 170% του ΑΕΠ, με επιτόκιο 5% οι τόκοι θα ανέρχονται σε 8,5% του ΑΕΠ.

Είναι αυτά τα νούμερα διαχειρίσιμα; Εξαρτάται από το ύψος των δημοσίων εσόδων και το ύψος των λοιπών εξόδων.

Στην Ελλάδα της κρίσης, του 2011, με επιτόκια Μνημονίου (υψηλά) και με την τρομακτική ύφεση να εκτιμάται σε ποσοστά άνω του 5% για δεύτερη συνεχή χρονιά, το έλλειμμα της Γενικής Κυβέρνησης (δηλαδή, κεντρική διοίκηση + ΟΤΑ + ασφαλιστικά ταμεία) ανέρχεται σε ποσοστό 8,8%.

Αν ευσταθούν τα όσα αναφέρθηκαν στο Ζάππειο 1 – και, επαναλαμβάνω, κανένας ποτέ δεν έφερε το παραμικρό επιχείρημα για το αντίθετο, πέρα από λοιδορίες – τότε, όπως ήδη προαναφέρθηκε, αυτό το 8,8% μπορεί να είναι πολύ σύντομα σε ποσοστό πολύ χαμηλότερο, μόλις επανέλθει η ελληνική οικονομία σε αναπτυξιακή τροχιά.

Συνεπώς, η ελληνική οικονομία φαίνεται να αντέχει και χρέος 160% του ΑΕΠ, στο οποίο περίπου υπολογίζεται το χρέος το 2011, και ακόμη υψηλότερο (10% χρέος δεν προσθέτει παρά 0,5% στο έλλειμμα), εφόσον το έλλειμμα φαίνεται να μπορεί να συγκρατηθεί, αφ’ ης στιγμής αναστραφεί η ύφεση και επανέλθει η ανάπτυξη.

Εάν μάλιστα η ελληνική οικονομία ανακτήσει δυναμική ανάπτυξης, άρα δραστικής μείωσης του ελλείμματος, άρα ανάσχεσης του χρέους, αυτό θα συνεπαχθή μια απότομη ανάκτηση της εμπιστοσύνης στην ελληνική οικονομία, πράγμα που θα οδηγήσει σε γοργή μείωση του επιτοκίου και, συνακόλουθα, ακόμη μεγαλύτερη μείωση του ελλείμματος (ή, αύξηση του πλεονάσματος, εάν η χώρα έχει έως τότε δημοσιονομικό πλεόνασμα).

Συνεπώς, το μόνο που χρειάζεται η ελληνική οικονομία για να μην χρεωκοπήσει, είναι να κερδίσει το στοίχημα της ανάπτυξης.

Επ’ αυτού, αξίζει να δοκιμάσουμε διακυβέρνηση Αντώνη Σαμαρά, προτού καταδικάσουμε την Ελλάδα ως «χρεωκοπημένη».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου