Στο σχολείο μας έμαθαν ότι, για τους εκλιπόντες, δε λες ποτέ «Ο κύριος» ή «Η κυρία», αλλά αρχίζω να πιστεύω ότι στο σχολείο μάθαμε μόνο άχρηστα πράματα- άσε που σε λίγο δεν θα υπάρχουν καν σχολεία.
Τον κύριο Δημήτρη Χ. τον ήξερα από παιδί. Στην ίδια γειτονιά, στους Αμπελόκηπους, εγώ στην Αργολίδος, εκείνος στη Βελεστίνου.
Με την κόρη του ήμαστε συμμαθητές απ’ το Δημοτικό μέχρι τη Γ Λυκείου, φίλοι εγκάρδιοι, μεγαλώσαμε σαν αδέρφια, κολλητοί στη γειτονιά και στο σχολείο, παρέα στα πάρτι, σύντροφοι στις πορείες, μετά χαθήκαμε, εκτός από κάτι σποραδικά τηλέφωνα και καφέδες, αλλά πάντα με την επίγνωση ότι είμαστε παιδιά του ίδιου Θεού, σ’ ένα παρελθόν τόσο ακαθόριστα μακρινό που νομίζω ότι το έζησε άλλος.
Ο κύριος Δημήτρης Χ. είναι ο τελευταίος άνθρωπος που θα φανταζόμουν μ’ ένα όπλο στο χέρι.
Μειλίχιος, πράος, μ’ ένα αινιγματικό χαμόγελο στα χείλη, λες και ήξερε κάτι που εμείς αγνοούσαμε, μας αγαπούσε και μας καμάρωνε- δεν το λέω γιατί έφυγε, το λέω γιατί είναι η αλήθεια.
Ένας κοντός, μικροκαμωμένος ανθρωπάκος, λιπόσαρκος, μ’ ένα ανεπαίσθητο ψεύδισμα που τον έκανε ακόμα πιο συμπαθή, βαθιά καλλιεργημένος, βαθιά πολιτικοποιημένος, βαθιά τρυφερός- δεν μπορεί, κάπου πολύ βαθιά θα ‘χε κρυμμένα και τα κουσούρια του, αλλά εγώ δεν τα έβλεπα.
Με τον πατέρα μου ήταν συνάδελφοι, φαρμακοποιοί, είχαν πάντα έναν καλό λόγο ο ένας για τον άλλο- ο μπαμπάς μου δεν μπορεί να το χωνέψει.
Κανείς μας δεν μπορεί να το χωνέψει.
Ο κύριος Δημήτρης Χ. έγραψε στο τελευταίο του σημείωμα ότι «αν ένας Έλληνας έπαιρνε το καλάσνικοφ, ο δεύτερος θα ήμουν εγώ».
Ο κύριος Δημήτρης Χ. με καλάσνικοφ στο χέρι, είναι η απόλυτη ανορθογραφία.
Αν δεν είχε δώσει τέρμα στη ζωή του, στρέφοντας το όπλο στον εαυτό του στις 9 το πρωί στο Σύνταγμα, θα έλεγα ότι είναι μια απ’ τις πιο αστείες εικόνες που μπορώ να φανταστώ.
Κανείς δε γελάει.
Πως τα φέρνει η ζωή- αν υπάρχει Θεός, έχει πολύ κακό χιούμορ
Όταν έγραφα πριν δέκα μέρες για τα γερόντια που σαλτάρουν, δεν θα μπορούσα ποτέ να φανταστώ ότι θα επιβεβαιωνόμουν τόσο σύντομα- και μάλιστα από έναν «δικό μου» προσφιλή ηλικιωμένο.
Έχω να πω πολλά.
Δεν θα τα πω.
Μόνο ένα ερώτημα απευθύνω προς όλους εκείνους που, αφού πρώτα έστειλαν τους γονείς, τους παππούδες και τις γιαγιάδες μας στο φόβο, στην εξαθλίωση και την απόγνωση, έχουν και το θράσος να δηλώνουν συγκλονισμένοι απ’ το συμβάν: Ρε κουφάλες, ο καθρέφτης σας, έχει αρχίσει να σας φτύνει ή ακόμα το σκέφτεται;
Πηγή: e-tetradio.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου