Η οικονομική ηγεσία της Γερμανίας δοκιμάζεται και πάλι. Στην
τελευταία Σύνοδο κορυφής του περασμένου Δεκέμβρη, το Βερολίνο δεν
κατάφερε να πείσει την Βρετανία να συνταχθεί με μια νέα πιο σφιχτή
δημοσιονομική ένωση.
Ο Βρετανός πρωθυπουργός David Cameron δυσανασχέτησε στο ενδεχόμενο
περαιτέρω παραχώρησης εθνικής κυριαρχίας προς τις Βρυξέλλες. Αλλά μάλλον
ο φόβος του έχει να κάνει με την νομισματική πειθαρχία που επιδιώκει η
Angela Merkel.
Παρά την πολιτική λιτότητας που εφαρμόζει στη χώρα του, ο Cameron δεν
παύει να δηλώνει υποστηρικτής της αγγλοαμερικανικής «ποσοτικής
χαλάρωσης», η οποία θεωρείται ως πανάκεια σε δύσκολους οικονομικά
καιρούς.
Και δεν είναι ο μόνος. Την ίδια άποψη έχει η επικεφαλής του ΔΝΤ Christine Lagarde, αλλά και ο Ιταλός πρωθυπουργός Mario Monti.
Στον αιώνα που ζούμε, η εκτύπωση χρήματος έχει αντικαταστήσει τα πολυβόλα, ως όπλο στις ευρωπαϊκές μάχες για επικράτηση.
Οι Γερμανοί δεν το παραδέχονται, αλλά στην ουσία προσπαθούν να
κτίσουν μια νέα οικονομική αυτοκρατορία, στην οποία η βασική αρετή θα
θεωρείται το «έντιμο χρήμα».
Με βάση την ιστορία, ελάχιστοι είναι οι Ευρωπαίοι που θα ήθελαν να
παραδώσουν την οικονομική τους αυτοκυριαρχία στους Γερμανούς, ή μάλλον
στον γερμανικό τρόπο δράσης. Επειδή όμως η Γερμανία αποτελεί την
οικονομική ατμομηχανή της ηπείρου, καθώς και τον δανειστή τελευταίας
προσφυγής, διαθέτει και όλα τα πλεονεκτήματα. Μάλιστα, τελευταία, πολλοί
Ευρωπαίοι ηγέτες αναφέρουν ότι περισσότερο φοβούνται μια ήπια Γερμανία,
από ότι μια πιο επιθετική.
Επί πολλούς αιώνες, η γερμανική ενοποίηση συναντούσε εμπόδια από
πλευράς των Ευρωπαίων. Όταν η χώρα επιτέλους ενώθηκε στα τέλη του 19ου
αιώνα, ήταν πολύ πιο πίσω από τους αντιπάλους της Γαλλία και Αγγλία,
όσον αφορά στην απόκτηση αυτοκρατορίας. Οι πόλεμοι που ακολούθησαν
απέδειξαν την βούληση των Γερμανών να κερδίσουν τον χαμένο χρόνο.
Η ήττα του ναζισμού, και ο εφιάλτης του ψυχρού πολέμου, που διαίρεσε
την χώρα, δεν έβαλε τέλος στα όνειρα μιας παγκόσμιας οικονομικής
γερμανικής κυριαρχίας. Τα μέσα όμως άλλαξαν.
Μετά την επανένωσή της πριν από 20 χρόνια, η Γερμανία, με μόνο 82
εκατ. πληθυσμό κατάφερε να γίνει ο μεγαλύτερος παγκόσμιος εξαγωγέας,
μέχρι που την ξεπέρασε η Κίνα το 2010.
Αυτό το μεταπολεμικό θαύμα βασίστηκε κυρίως σε μια ηθική σκληρής
εργασίας, εξοικονόμησης πόρων, συσσώρευσης κεφαλαίων, εξαγωγές, και
πολύ πειθαρχημένες αντιπληθωριστικές νομισματικές πολιτικές. Η Γερμανία
υιοθέτησε την οικονομική φιλοσοφία της λεγόμενης «αυστριακής σχολής»,
που δίνει έμφαση στο σταθερό χρήμα. Έτσι, έως το 1990, το γερμανικό
μάρκο είχε γίνει ένα κύριο παγκόσμιο νόμισμα.
Αντίθετα με τους Γερμανούς, οι ανταγωνιστές τους Άγγλοι και
Αμερικανοί, προτίμησαν την κευνσιανή προσέγγιση, με την οποία η
υποτίμηση του νομίσματος θεωρείται ως το βασικό εργαλείο επίτευξης
οικονομικής ανάπτυξης.
Για τους Γερμανούς όμως, η υποτίμηση καταστρέφει τις αποταμιεύσεις
της μεσαίας τάξης, και ωφελεί τους τραπεζίτες και τους πολιτικούς.
Η απόκλιση των δυο αυτών απόψεων, εξηγεί εύγλωττα και την σημερινή
δυσκολία εξεύρεσης μιας κοινά αποδεκτής λύσης για την κρίση χρέους.
Πριν από δυο δεκαετίες, οι Γερμανοί θυσίασαν (με απροθυμία) το μάρκο
τους για χάρη του ευρώ, με τον τότε καγκελάριο Helmut Kohl να το θεωρεί
ως απαραίτητο βήμα για μια ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Μάλιστα, για να
πειστούν κάποιοι σκεπτικιστές, η Γερμανία επέμενε η ΕΚΤ να εδρεύει εκεί,
έτσι ώστε οι γερμανικές νομισματικές προκαταλήψεις να συνεχίσουν να
κυριαρχούν.
Η σημερινή πολιτική του Βερολίνου εξηγείται από εκείνη την
διστακτικότητα. Προσπάθησε να κάνει το ευρώ έναν διάδοχο του μάρκου. Και
είναι πολλοί οι σημερινοί Γερμανοί που αναπολούν το εθνικό τους
νόμισμα, θέλοντας την επιστροφή του.
Πολλοί Αμερικανοί πιστεύουν πως η σταθερότητα θα επανέλθει στην
Ευρώπη μόνο εφόσον η ΕΚΤ επιδείξει ανάλογο θάρρος με την κεντρική
τράπεζα των ΗΠΑ. Ζητούν λοιπόν από την Γερμανία να αποπειραθεί μια μορφή
αγγλοαμερικανικής ποσοτικής χαλάρωσης.
Τα Βερολίνο αρνείται, και παράλληλα ενθουσιάζεται με κάθε επιπλέον
παραχώρηση εθνικής δημοσιονομικής κυριαρχίας που γίνεται από πλευράς
των χωρών μελών της ευρωζώνης. Αναγνωρίζει πως έχει την δύναμη να
απεξαρτήσει την ΕΕ από την κυρίαρχη κευνσιανή υποτιμητική νομισματική
πολιτική. Και μια τέτοια νέα Ευρώπη θα ήταν πολύ διαφοροποιημένη από την
τρέχουσα αμερικανική οικονομική πολιτική.
Αν τα καταφέρει τελικά η Γερμανία, και μπορέσει να αναμορφώσει την
Ευρώπη σύμφωνα με τα δικά της δημοσιονομικά πρότυπα, τότε θα έχουμε μια
εντελώς νέα ήπειρο.
Το πώς θα χειριστεί η Γερμανία την οικονομική της κυριαρχία, είναι
ένα διαφορετικό ζήτημα. Αν λειτουργήσει υπεύθυνα, και μπορέσει να
επαναφέρει την εμπιστοσύνη στην έντιμη οικονομική διαχείριση, τότε τα
κράτη που σήμερα ακολουθούν κευνσιανές πολιτικές, ίσως αναθεωρήσουν, και
αποφασίσουν να συνταχθούν με το Βερολίνο.
Του John Browne
Christian Science Monitor
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου